Η Ευρωπαϊκή Ένωση απέναντι στην παραπληροφόρηση: το παράδειγμα της Ιταλίας, Πολωνίας, Γαλλίας και Γερμανίας
Παραπληροφόρηση, ένα μείζον ζήτημα που απασχολεί την σύγχρονη κοινωνία και είναι αναγκαίο να βρεθεί μία λύση για την πλήρης εξάλειψη αυτού του φαινομένου. Το θέμα της παραπληροφόρησης είναι πιο επίκαιρο από ποτέ, με τη διάδοση ψευδών και παραπλανητικών πληροφοριών να επηρεάζει τη δημόσια αντίληψη και τη δημοκρατική λειτουργία, ιδίως στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μέσα από αυτό το άρθρο θα επιχειρήσουμε να αναδείξουμε την ένταση του φαινομένου και την ανάγκη για δράση, εκφράζοντας τους προβληματισμούς της σύγχρονης κοινωνίας σχετικά με τις σοβαρές συνέπειες της παραπληροφόρησης. Θα εστιάσουμε σε συγκεκριμένες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ιταλία και την Πολωνία, δεδομένης της μεγάλης οικονομικής και γεωπολιτικής τους δύναμης.
Η παραπληροφόρηση αποτελεί έναν από τους πιο επικίνδυνους εχθρούς της κοινωνικής συνοχής και της δημοκρατίας, αφού χρησιμοποιείται συχνά ως εργαλείο, για να επηρεάσει εκλογικά αποτελέσματα και να ενισχύσει την πολιτική ή κοινωνική πόλωση. Στις χώρες που αναφέρθηκαν, παρατηρείται μια αυξανόμενη χρήση παραπλανητικών πληροφοριών κατά τη διάρκεια προεκλογικών εκστρατειών και άλλων κρίσιμων πολιτικών διαδικασιών, με σκοπό την εξαπάτηση του κοινού και την επίτευξη συγκεκριμένων πολιτικών σκοπών, με παράλληλη στόχευση εναντίον μειονοτήτων, γεγονός που εντείνει τη ρητορική μίσους.
Για παράδειγμα, στη Γερμανία, κατά τις πρόσφατες εκλογές, παρατηρήθηκαν σοβαρά περιστατικά παραπληροφόρησης μέσω των κοινωνικών δικτύων, με τη διάδοση ψευδών ειδήσεων, για να παραπλανήσουν τους ψηφοφόρους σχετικά με τους υποψηφίους και τα κόμματα. Υπήρξαν ισχυρισμοί, κυρίως από ακροδεξιούς πολιτικούς και υποστηρικτές του κόμματος AfD, ότι υπήρξε εκλογική απάτη, που διαδόθηκαν ευρέως στα κοινωνικά δίκτυα, παρά την έλλειψη αποδείξεων, προκαλώντας εντάσεις. Όπως έδειξαν οι πρόσφατες εκλογικές διαδικασίες, προσπάθειες παραπληροφόρησης έγιναν και από άλλες χώρες, για να επηρεάσουν το εκλογικό αποτέλεσμα, ενισχύοντας την πολιτική αβεβαιότητα και την κοινωνική ένταση. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι ρωσικά μέσα ενημέρωσης, όπως το RT, προώθησαν θετικές εικόνες του AfD, ιδιαίτερα στους ψηφοφόρους της Ανατολικής Γερμανίας, ενισχύοντας την υποστήριξη προς το κόμμα αυτό. Επιπλέον, τα ακροδεξιά κόμματα της Γερμανίας, όπως το AfD, παραποίησαν ιστορίες, προβάλλοντας αρνητικές και ρατσιστικές εικόνες μεταναστών και προσφύγων, ιδίως από τη Μέση Ανατολή και τη Βόρειο Αφρική ενισχύοντας, έτσι, τις προκαταλήψεις και τη ρητορική μίσους, καθώς παρουσιάζονταν ως απειλή για την κοινωνία. Δεν προκαλεί, λοιπόν, καμία εντύπωση το γεγονός ότι, στις 23 Φεβρουαρίου 2025, η Γερμανία πραγματοποίησε πρόωρες ομοσπονδιακές εκλογές, οι οποίες ήταν οι τέταρτες στην ιστορία της μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αιτία για την πρόωρη διεξαγωγή τους αποτέλεσε η κατάρρευση του κυβερνητικού συνασπισμού τον Νοέμβριο του 2024. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, η Χριστιανοδημοκρατική Ένωση (CDU) αναδείχθηκε πρώτο κόμμα με ποσοστό 28,5%, ενώ η Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) κατέγραψε σημαντική άνοδο, φτάνοντας το 20,8% και καταλαμβάνοντας 152 έδρες στο Μπούντεσταγκ.
Τους τελευταίους μήνες, η Γερμανία έχει αντιμετωπίσει μια σειρά από τρομοκρατικές επιθέσεις, οι οποίες έχουν προκαλέσει ανησυχία τόσο στην κοινή γνώμη όσο και στους πολιτικούς κύκλους. Οι επιθέσεις αυτές έχουν επηρεάσει την πολιτική ατζέντα, με την ασφάλεια και την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας να βρίσκονται ψηλά στις προτεραιότητες των πολιτικών κομμάτων. Το AfD, εκμεταλλευόμενο την αυξημένη ανησυχία για την ασφάλεια, έχει ενισχύσει τη θέση του, προβάλλοντας σκληρότερες θέσεις σε θέματα μετανάστευσης και ασφάλειας, προωθώντας με αυτόν τον τρόπο στην γερμανική κοινωνία νέες προκαταλήψεις και στερεότυπα, ιδίως κατά των λαθρομεταναστών. Αυτό έχει οδηγήσει σε αυξημένη υποστήριξη από ψηφοφόρους που ανησυχούν για την τρομοκρατία και την εγκληματικότητα. Ωστόσο, η αυξημένη επιρροή του AfD έχει προκαλέσει αντιδράσεις από τα κόμματα της αντιπολίτευσης, που είχε ως αποτέλεσμα καμία πολιτική παράταξη να επιθυμεί να συγκυβερνήσει με το γερμανικό ακροδεξιό και νεοναζιστικό κόμμα AFD. Η γερμανική αντιπολίτευση εκφράζει τις ανησυχίες της για τις θέσεις που έχει πάρει το ακροδεξιό αυτό κόμμα σχετικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα και την κοινωνική συνοχή.
Η πολιτική σκηνή της Γερμανίας βρίσκεται σε φάση αναδιάρθρωσης, με το AfD να αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη επιρροή, ενώ ταυτόχρονα αντιμετωπίζει κριτική για τις θέσεις του. Η επόμενη περίοδος αναμένεται να είναι καθοριστική για την κατεύθυνση της γερμανικής πολιτικής, καθώς τα κόμματα προσπαθούν να ανταποκριθούν στις προκλήσεις της ασφάλειας, της μετανάστευσης και της κοινωνικής συνοχής.
Η Πολωνία, από την άλλη, αντιμετώπισε έντονα φαινόμενα παραπληροφόρησης, τόσο κατά τη διάρκεια των εκλογών του 2019 όσο και κατά την πανδημία του COVID-19. Στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, υπήρξαν πολλές ψευδείς ειδήσεις που κυκλοφόρησαν μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και που αφορούσαν είτε τις πολιτικές θέσεις των κομμάτων, είτε προσωπικά σκάνδαλα πολιτικών αντιπάλων. Για παράδειγμα, υπήρξαν φήμες και παραπλανητικές πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να επηρεαστεί το εκλογικό αποτέλεσμα μέσω «νοθείας» ή άλλων παράνομων ενεργειών. Ειδικά ως προς τον COVID-19, η Πολωνία αντιμετώπισε έντονη παραπληροφόρηση σχετικά με τα εμβόλια, με τις αντιεμβολιαστικές αφηγήσεις να συμβάλλουν στη χαμηλή εμβολιαστική κάλυψη στη χώρα, καθιστώντας την μία από τις λιγότερο εμβολιασμένες στην ΕΕ. Το 2020, ακόμη, κατά τη διάρκεια των απεργιών για τα δικαιώματα των γυναικών και την αυστηροποίηση των νόμων για τις αμβλώσεις, κυκλοφόρησαν πολλές παραποιημένες και ψευδείς αφηγήσεις από ακροδεξιούς ακτιβιστές και δημοσιογράφους. Πιο πρόσφατα, πριν από τις εκλογές του 2023, κυκλοφόρησαν ψευδή μηνύματα που ισχυρίζονταν ότι το κυβερνόν κόμμα προσέφερε δωρεάν κηδείες για συνταξιούχους, με στόχο να παραπλανήσουν τους ψηφοφόρους και να επηρεάσουν το εκλογικό αποτέλεσμα. Τα περιστατικά που μόλις ακούσατε επιβεβαιώνουν ότι η Πολωνία είναι αντιμέτωπη με την αύξηση ψευδών ειδήσεων, ιδίως σχετικά με τις πολιτικές μεταρρυθμίσεις και τις κοινωνικές ανισότητες.
Οι κυβερνήσεις αυτών των χωρών, βέβαια, έχοντας επίγνωση του προβλήματος, έχουν λάβει μέτρα για την καταπολέμηση της παραπληροφόρησης, μολονότι τα Συντάγματά τους δεν αναφέρουν ρητά την “παραπληροφόρηση” ως όρο ή συγκεκριμένο ζήτημα. Ωστόσο, υπάρχουν διατάξεις που σχετίζονται με την ελευθερία του λόγου, τη δημοκρατία, και την προστασία από κακόβουλες πληροφορίες. Στη Γερμανία, για παράδειγμα, το Άρθρο 5 του Γερμανικού Συντάγματος, σχετικά με την ελευθερία του λόγου και της έκφρασης, που περιλαμβάνοντει την ελευθερία της δημοσιογραφίας και των μέσων ενημέρωσης, περιορίζεται από τον Νόμο για την επιβολή ευθύνης για το περιεχόμενο στο Διαδίκτυο (NetzDG), που απαιτεί από τις πλατφόρμες κοινωνικών δικτύων να αφαιρούν περιεχόμενο που παραβιάζει τα δικαιώματα των πολιτών και της κοινωνίας. Στόχος είναι η προστασία της προσωπικής αξιοπρέπειας,, για την αποφυγή της ρητορικής μίσους, αλλά και για την προστασία της κοινωνικής συνοχής από την διάδοση ψευδών και παραπλανητικών ειδήσεων που την απειλούν.
Η Πολωνία, από την άλλη, έχει θεσπίσει αυστηρές ποινές για όσους διαδίδουν ψευδείς πληροφορίες που βλάπτουν την αξιοπιστία των πολιτικών ή παραβιάζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα. Το άρθρο 212 του Πολωνικού συντάγματος προβλέπει την επιβολή ποινών για άτομα που δημοσιεύουν αναληθείς πληροφορίες με σκοπό να βλάψουν την αξιοπιστία άλλων ή να τους προσβάλλουν, ενώ με το άρθρο 257 του Ποινικού της Κώδικα, η διάδοση μισαλλοδοξίας ή η προώθηση βίαιων συμπεριφορών μέσω ψευδών πληροφοριών μπορεί να θεωρηθεί ως εγκληματική πράξη και να τιμωρηθεί με ποινές φυλάκισης.
Παρ’ όλα αυτά, η καταπολέμηση της παραπληροφόρησης είναι δύσκολη, καθώς η κοινωνική δυσπιστία και η έλλειψη επαρκούς εκπαίδευσης συνεχίζουν να συμβάλλουν στην εξάπλωσή της. Οι πολίτες και των δύο αυτών χωρών τάσσονται κατά την πλειοψηφία ενάντια στην παραπληροφόρηση, αλλά εξακολουθούν να είναι επιρρεπείς σε ψευδείς ή παραπλανητικές ειδήσεις, ιδιαίτερα όταν αυτές ενισχύουν τις προσωπικές τους πολιτικές ή κοινωνικές πεποιθήσεις. Κοινό σημείο είναι η επιθυμία για λύσεις που να εξασφαλίζουν τη διαφάνεια, τη δημόσια εμπιστοσύνη και την προστασία της δημοκρατίας, ενώ ταυτόχρονα δεν πλήττουν τις βασικές ελευθερίες του λόγου.
Το βλέμμα μας, φυσικά, και η ευθύνη σύμφωνα με πολλούς αναλυτές και δημοσιογράφους, δεν πρέπει να στραφούν μόνο στις κυβερνήσεις και τα μέσα ενημέρωσης, αλλά και στα σχολεία, τα οποία έχουν το καθήκον να ευαισθητοποιούν τους μαθητές σχετικά με τους κινδύνους της παραπληροφόρησης. Παρά τις προσπάθειες που καταβάλλονται, οι νέοι συχνά παραμένουν ανενημέρωτοι ή αδιάφοροι, γεγονός που τους καθιστά ευάλωτους στις παραπλανητικές ειδήσεις. Ο Τζορτζ Όργουελ δήλωνε: «Σε μια εποχή παγκόσμιου ψεύδους, το να λες την αλήθεια είναι πράξη επαναστατική». Σε αυτό το πλαίσιο, καλούμαστε όλοι, ιδιαίτερα οι νέοι, να γίνουμε οι υπερασπιστές της αλήθειας και της δημοκρατίας, αντιστεκόμενοι στην παραπληροφόρηση και ενισχύοντας τις προσπάθειες για έναν κόσμο πιο διαφανή και ενημερωμένο.
Η Γαλλία αποτελεί μια από τις ηγετικές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, ως εκ τούτου, το παράδειγμά της μπορεί να έχει σημαντικό αντίκτυπο τόσο εντός της ΕΕ όσο και σε διεθνές επίπεδο.
Η παραπληροφόρηση στις εκλογικές διαδικασίες είναι ένα ζήτημα που έχει απασχολήσει τη χώρα, με ιδιαίτερη ένταση κατά τις προεδρικές εκλογές του 2017 και του 2022. Στόχος της παραπληροφόρησης ήταν να υπονομεύσει την εμπιστοσύνη των πολιτών στην εκλογική διαδικασία και να πλήξει την αξιοπιστία του Emmanuel Macron, παρουσιάζοντάς τον ως εκπρόσωπο της οικονομικής ελίτ και υπέρμαχο της παγκοσμιοποίησης.
Κατά τη διάρκεια των εκλογών του 2022, σύμφωνα με την ιστοσελίδα www.disinfo.eu, καταγράφηκαν 169 περιστατικά παραπληροφόρησης. Τα δημοσιεύματα, τα βίντεο και οι αναρτήσεις σε κοινωνικά δίκτυα είχαν σκοπό να αμφισβητήσουν το εκλογικό αποτέλεσμα. Μερικά από τα πιο χαρακτηριστικά περιστατικά περιλάμβαναν:
• Άρθρο που ισχυριζόταν ότι 22.500 πολίτες με «κίτρινα γιλέκα» (μέλη των διαδηλώσεων κατά της κυβέρνησης) δεν θα είχαν δικαίωμα ψήφου.
• Τη φήμη της δήθεν εξαφάνισης 2 εκατομμυρίων ψήφων υπέρ της Marine Le Pen κατά την παρουσίαση των αποτελεσμάτων από το κανάλι France 2.
• Την παραπλανητική πληροφορία ότι ο Macron είχε λάβει το 100% των ψήφων μέσω της ηλεκτρονικής ψηφοφορίας.
• Φωτογραφίες ψηφοδελτίων που φαινόταν να είναι ελαφρώς σκισμένα και ακυρωμένα, με σκοπό την αμφισβήτηση του εκλογικού αποτελέσματος.
• Και τη φήμη ότι το QR code στις εκλογικές κάρτες θα μπορούσε να μειώσει τη μυστικότητα της ψηφοφορίας.
Η Γαλλία, αν και δεν έχει ειδικό νομικό πλαίσιο για την παραπληροφόρηση, αντιμετωπίζει το ζήτημα μέσω της υπάρχουσας νομοθεσίας κατά της διάδοσης ψευδών ειδήσεων και του εκλογικού νόμου. Ενδεικτικά, ο Νόμος 1881, που προβλέπει απαγόρευση της δημοσίευσης και διάδοσης ψευδών ειδήσεων, επιβάλλει πρόστιμα από €45.000 έως €135.000 για τους παραβάτες. Επιπλέον, το άρθρο L.97 του εκλογικού νόμου απαγορεύει τη διάδοση ψευδών ειδήσεων που επηρεάζουν το εκλογικό αποτέλεσμα, με ποινές φυλάκισης έως ενός έτους και πρόστιμο έως €15.000.
Πρόσφατα, η Γαλλία υιοθέτησε νέα νομοθεσία για τη στοχευμένη αντιμετώπιση της διάδοσης ψευδών ειδήσεων μέσω του διαδικτύου κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου: οι διαδικτυακές πλατφόρμες μεγάλων διαστάσεων οφείλουν να παρέχουν διαφανείς πληροφορίες σχετικά με την ταυτότητα των χρηματοδοτών και τα ποσά που δαπανώνται για την προώθηση περιεχομένου που σχετίζεται με θέματα εθνικού συμφέροντος.
Η Ιταλία, από την άλλη, ως άλλη μεγάλη χώρα της ΕΕ, αντιμετωπίζει επίσης την παραπληροφόρηση με κοινωνικές συνέπειες, καθώς χρησιμοποιείται για την ενίσχυση ακροδεξιών και λαϊκιστικών κινημάτων.
Για παράδειγμα, η παρερμηνεία της πρόσκλησης υποβολής προσφορών για εφοδιασμό υποδομών που φιλοξενούν μετανάστες το 2014, διαποτίζει την ιταλική κοινωνία μέχρι σήμερα με μια ψευδή αντίληψη. Υπήρξε ένα έγγραφο το οποίο ανέφερε ότι, εκτός από τα βασικά έξοδα και τη διαμονή, περαιτέρω έξοδα (από διοικητικά έως προϊόντα υγιεινής) για την υποδοχή των αιτούντων άσυλο δεν πρέπει να υπερβαίνουν τα 30 ευρώ την ημέρα ανά άτομο. Αντί αυτού όμως έγινε viral η φράση: «οι μετανάστες παίρνουν 30 ευρώ την ημέρα».
Επίσης, στις εκλογές του 2018, η παραπληροφόρηση χρησιμοποιήθηκε ως μοχλός λαικισμού. Διαδόθηκαν συστηματικά ψευδείς ειδήσεις με στόχο να ενισχύσουν τα ακροδεξιά και λαϊκιστικά κινήματα. Καίριο ρόλο διαδραμάτισαν λογαριασμοί στα κοινωνικά δίκτυα, οι οποία διακινούσαν συστηματικά ψευδείς ειδήσεις σχετικά με τη μετανάστευση και την οικονομία. Τέλος, το 2020, πολιτικοί ηγέτες όπως η Giorgia Meloni και ο Matteo Salvini υιοθέτησαν την παραπληροφόρηση περί Κινέζων επιστημόνων που κατασκεύαζαν έναν υπέρ ιό για βιολογικό πόλεμο.
Η Ιταλία δεν έχει σαφές νομικό πλαίσιο για την παραπληροφόρηση, εκτός από την περίπτωση δυσφημιστικών ειδήσεων ή εκείνων που υπονομεύουν τη δημόσια τάξη, οι οποίες διώκονται ποινικά. Παλαιότερες προσπάθειες δημιουργίας νομοθεσίας απέτυχαν λόγω ανησυχιών για τη συγκέντρωση εξουσίας στις αρχές και τις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης. Ως αποτέλεσμα, η χώρα αντιμετωπίζει δυσκολίες στην αποτελεσματική καταπολέμηση της παραπληροφόρησης.
Από τα παραπάνω παραδείγματα αντιλαμβανόμαστε, λοιπόν, πως οι συνέπειες της παραπληροφόρησης σε όλη την Ευρώπη είναι έντονες, καθώς υπονομεύει την ποιότητα της Δημοκρατίας. Όταν οι πολίτες καθοδηγούνται σε πολιτικές επιλογές χωρίς πλήρη και ακριβή γνώση, η λειτουργία της Δημοκρατίας επηρεάζεται αρνητικά. Παράλληλα, η παραπληροφόρηση προκαλεί κοινωνική ένταση, με πολιτικούς να χρησιμοποιούν τη ρητορική μίσους για να προσελκύσουν συγκεκριμένες ομάδες ψηφοφόρων, εντείνοντας τις διακρίσεις και την προσβολή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Οι προεκλογικές εκστρατείες, άλλωστε, καταφεύγουν συχνά στην παραπληροφόρηση, για να ενισχύσουν την πολιτική ατζέντα τους, επηρεάζοντας αρνητικά ευάλωτες ομάδες, όπως γυναίκες, μετανάστες και μέλη της κοινότητας ΛΟΑΤΚΙ+.
Μπροστά σε αυτόν τον κίνδυνο, ο ρόλος του EDMO (European Digital Media Observatory) είναι καθοριστικός για την καταπολέμηση της παραπληροφόρησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο οργανισμός αυτός ενισχύει τη συνεργασία μεταξύ των ενδιαφερόμενων φορέων, όπως επαληθευτές, ακαδημαϊκούς και ειδικούς στα μέσα ενημέρωσης, για την ανάλυση και κατανόηση της παραπληροφόρησης. Στη Γαλλία και την Ιταλία, το EDMO διαθέτει hubs που παρακολουθούν και καταπολεμούν τη διαδικτυακή παραπληροφόρηση (https://defacto-observatoire.fr/ και https://www.idmo.it/ αντίστοιχα). Στην Ελλάδα και στην Κύπρο λειτουργεί το https://meddmo.eu/.
Η καταπολέμηση της παραπληροφόρησης απαιτεί συντονισμένες ενέργειες, με κύριο στόχο την ενημέρωση των νέων, με την εκπαίδευση να αποτελεί το κύριο εργαλείο. Από το Δημοτικό έως το Λύκειο, οι μαθητές πρέπει να ενημερώνονται για τους τρόπους με τους οποίους διαδίδονται ψευδείς ειδήσεις και να καλλιεργούν την κριτική τους ικανότητα. Η ενημέρωση πρέπει να εστιάζει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τις τεχνικές που χρησιμοποιούνται για την παραπλάνηση του κοινού.
Παράλληλα, είναι αναγκαίο να υλοποιηθούν καμπάνιες ευαισθητοποίησης για τις επιπτώσεις της ρητορικής μίσους και τη σημασία της ανεκτικότητας και του σεβασμού. Η προώθηση της διαφορετικότητας από τους πολιτικούς ηγέτες είναι επίσης θεμελιώδης για την καταπολέμηση της ρητορικής μίσους, μέσω της δημόσιας καταδίκης της. Κάτι τέτοιο μπορεί να έχει σημαντική επίδραση στην κοινή γνώμη και να περιορίσει τη διάδοση μισαλλοδοξίας.
Επιπλέον, η δημιουργία μηχανισμών για την επιτήρηση και την αναφορά περιστατικών ρητορικής μίσους θα βοηθήσει στην αποτροπή της διάδοσής της. Είναι απαραίτητο να δημιουργηθούν Ανεξάρτητες Αρχές στην ΕΕ και στις χώρες-μέλη της για την εποπτεία των ΜΜΕ και των κοινωνικών δικτύων. Οι πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης πρέπει να εφαρμόζουν αυστηρές πολιτικές κατά της ρητορικής μίσους, αφαιρώντας περιεχόμενο που παραβιάζει τους κανόνες και αναστέλλοντας λογαριασμούς που προωθούν τη μισαλλοδοξία, κάτι το οποίο, βέβαια, ισχύει εν μέρει σήμερα, αλλά απαιτεί πιο συντονισμένες προσπάθειες.
Η καταπολέμηση της παραπληροφόρησης είναι μια πρόκληση που πρέπει να αντιμετωπιστεί άμεσα. Η ακριβής ενημέρωση θα ενισχύσει τη Δημοκρατία και θα εξασφαλίσει τη συμμετοχή των πολιτών στις κοινές υποθέσεις χωρίς εμπόδια.
Όπως είχε δηλώσει ο Βολταίρος: «Αυτοί που μπορούν να σε κάνουν να πιστέψεις απιθανότητες, είναι ικανοί να σε πείσουν να διαπράξεις φρικαλεότητες».
Μπροστά στην παγκόσμια κρίση, η Ευρώπη πρέπει για άλλη μία φορά να δείξει τον δρόμο και να διασφαλίσει την απρόσκοπτη ενημέρωση των πολιτών της, ώστε να συμμετέχουν ανεμπόδιστα στα κοινά. Η αρχή πρέπει να γίνει από τους νέους, τους γόνους της κοινωνίας μας, το μέλλον για μια Ενωμένη Ευρώπη, που θα ανταποκρίνεται στο όραμά της.
Η αντίστοιχη παρουσίαση βρίσκεται στον σύνδεσμο που ακολουθεί:
https://shorturl.at/j7St8
Βήτος Αχιλλέας
Περράκης- Σαρκισιάν Γεωργής,
Μαθητές του Γ΄2 Γυμνασίου